Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κριτικές Ταινιών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κριτικές Ταινιών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

Λίγα λόγια για τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

Αποφάσισα να γράψω αυτό το κείμενο παραθέτοντας μερικές γνώσεις που έχω για τον σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ώστε να τις μοιραστώ με εκείνους που τον αγνοούν μιας και αποτελεί ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία του κινηματογράφου για το οποίο καλό θα ήταν να είμαστε λιγάκι υποψιασμένοι. Ειδικά μάλιστα οι φιλότεχνοι.

Ο μεγάλος Σουηδός σκηνοθέτης επηρεάστηκε κινηματογραφικά από τα παιδικά του βιώματα, καθώς μεγάλωσε σε ένα συντηρητικό, αυστηρό, αυταρχικό οικογενειακό περιβάλλον λόγω του πατέρα του ο οποίος αντιλαμβανόταν με λάθος τρόπο την θρησκεία μας και λόγω αυτού καταπίεζε τον Μπέργκμαν σε όλα τα επίπεδα. Σαν συνέπεια αυτών που προείπα, η φιλμογραφία του χαρακτηρίζεται από έναν αθεϊσμό παρόντα σε όλες του τις ταινίες, σε άλλες λίγο (ένα μικρό σχόλιο σε κάποιο σημείο) και σε άλλες πολύ (ως ο κυρίαρχος θεματικός πυρήνας). Επιπλέον στοιχεία που συνοδεύουν τον αθεϊσμό στο έργο του είναι η συχνή αρνητική τοποθέτηση πάνω στο θέμα του χριστιανισμού, η απαισιοδοξία, τα ψυχολογικά αδιέξοδα, ο ψυχικός πόνος και η αγωνία του ανθρώπου μπροστά στην ιδέα ή την απειλή του θανάτου, όλα αυτά πάντα σε σχέση με την απουσία του Θεού.

Ο κινηματογράφος του είναι σκοτεινός και ταυτόχρονα ποιητικός. Η ποίηση αυτή γεννιέται από την φωτογραφία, δηλαδή την αισθητική της εικόνας σε επίπεδο χρωματικό και σε επίπεδο φωτισμού και φωτοσκίασης, η οποία στο έργο του συγκεκριμένου σκηνοθέτη είναι πάντα υψηλού επιπέδου, και μερικές φορές και από το σενάριο όπως στην ταινία Η Έβδομη Σφραγίδα.

Οι ταινίες του πρέπει να γνωρίζουμε ότι είναι ψυχολογικές και βασίζονται πάρα πολύ στην εμβάθυνση και μελέτη πάνω στη ψυχολογία των χαρακτήρων τους. Ο Μπέργκμαν είναι μεγάλος ψυχολόγος και ψυχογράφος.

Στην ατμόσφαιρα των ιστοριών του κυριαρχεί μια μουντάδα που ίσως σχετίζεται με την μελαγχολική και σκοτεινή του προσωπικότητα αλλά και με το ψυχρό κλίμα της χώρας του. Αποτελεί έναν από τους κορυφαίους των ''δύσκολων'' σκηνοθετών που υπήρξαν μέχρι σήμερα, καθώς στερεί από τον θεατή την οποιαδήποτε ευκολία στην παρακολούθηση του έργου του μέσα από όλα τα εκφραστικά μέσα. Είναι άκρως κουλτουριάρης και εντελώς αντι-εμπορικός.

Οι άνθρωποι στις ταινίες του εκτιμούνται ως μαριονέτες της μοίρας τους, ως έρμαια της τύχης και των κακοτοπιών της ζωής τα οποία κανείς και καμία ανώτερη δύναμη δεν μπορεί να προστατεύσει. Ταυτόχρονα όμως έρχονται στιγμές που δείχνει ότι θέλει και προσπαθεί να πιστέψει. Σαν ένας άθεος που ονειρεύεται την πίστη.

(Αντώνης Μπούζας)

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Το αγόρι πίσω από το συρματόπλεγμα

Μια ιδιαίτερη ταινία του πολιτικοποιημένου κινηματογράφου για τα συμβολικά αόρατα συρματοπλέγματα που υψώνει το σύστημα ανάμεσα στους ανθρώπους κρατώντας τους χωρισμένους και φυλακισμένους. Ακόμα, μια αλληγορία για την παιδική, άσπιλη, ονειροπόλα ψυχή που αρνείται να μεγαλώσει και να ωριμάσει στον κόσμο της σκληρής ενηλικότητας. Επίσης, μια ταινία για τη δύναμη της φιλίας η οποία νικάει τα συρματοπλέγματα... Σίγουρα μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία για όποιον θέλει να ασχοληθεί η οποία αποτέλεσε για εμένα προσωπικά μια μικρή έκπληξη.

(Αντώνης Μπούζας)

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

Εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες (A Nightmare On Elm Street, 1984)

Το όνειρο λογοτεχνικά είναι συνδεδεμένο με την ουτοπία και την πραγμάτωση των ανεκπλήρωτων ή δύσκολα υλοποιήσιμων επιθυμιών μας στον κόσμο που θεωρείται ρεαλιστικός. Πολιτικά πάλι θεωρείται προϊόν μιας κατάστασης από την οποία πρέπει απαραιτήτως να απαλλαγούμε μέσω της συμβολικής μας αφύπνισης. Η αλήθεια είναι πως ο κόσμος μας είναι σκληρός, αφιλόξενος και απάνθρωπος κι ότι το όνειρο αποτελεί για τον άνθρωπο μια στάση, ένα διάλειμμα για ν' ανασάνει με εικόνες γλυκές και συναισθήματα μαγικά. Τι γίνεται όμως όταν τα όνειρα αποδεικνύονται πολύ πιο σκληρά και επικίνδυνα από την μακιαβελική ζωή των αφυπνισμένων; Αυτό το θέμα πραγματεύεται η κλασσική ταινία του Γουές Κρέηβεν που φαίνεται να καταργεί τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. 

Ένας μπαμπούλας των ονείρων, φάντασμα από το παρελθόν, εισέρχεται στα όνειρα παιδιών μορφοποιώντας τα όπως αυτός αρέσκεται και τερματίζοντάς τα με τον θάνατο των μικρών. Η σφαγή της αθωότητας από ένα σύμβολο της ενήλικης διαστροφής. Ποιά θα είναι η έκβαση της ιστορίας από την στιγμή που ένα κοριτσάκι αποφασίσει να μην παραδοθεί αμαχητί και να μεταφέρει εντέχνως το ονειρικό τέρας στην υλική πραγματικότητα όπου οι δυνάμεις του ίσως κριθούν τελικά ανεπαρκείς και ο ίδιος ανυπεράσπιστος; Θα νικήσει το ανίερο ιδεώδες ή μήπως το σκληροπυρηνικά απτό;

Οι φονικές λεπίδες του μπαμπούλα φαντάζουν προέκταση της καρδιάς του. Η φτωχική, φθαρμένη, βρώμικη ενδυμασία του δίνει τον χαρακτήρα λαϊκού επαναστάτη που εναντιώνεται στην ελίτ σε μια γειτονιά πλουσιόπαιδων και της καταφέρει καίρια πλήγματα. Μήπως όμως από την άλλη είναι χειρότερος κι από τα θύματά του, λόγω της εξουσιομανούς αντίδρασης που επιλέγει εναντίον τους, αποδεικνύοντας ότι η βία πρέπει να είναι καταδικαστέα απ' όπου και προς όποιον κι αν εκφράζεται;

Ερμηνείες τουλάχιστον προσεγμένες. Εικόνα εικαστικά καλοφτιαγμένη και σωστή ως προς την απόδοση του συναισθήματος. Σενάριο εκθαμβωτικά σκοτεινό και εξαιρετικά εγκεφαλικό. Σκηνοθεσία που παίζει με τον ψυχισμό σου και σε οδηγεί σ' ένα ταξίδι στα ερεβώδη μονοπάτια του μυαλού απ' τα οποία μπορείς να επιστρέψεις σώος αλλά και να χαθείς για πάντα μέσα τους. Εξόχως δυνατό θρίλερ.

(Αντώνης Μπούζας)

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι (The Texas Chainsaw Massacre, 1974)

Λανθασμένα ίσως χαρακτήρισε η Ελληνική απόδοση του τίτλου τον όχι και τόσο καλό γνώστη του πολιτισμού που συναντάμε στην ταινία σχιζοφρενή, καθώς δεν προκύπτει σεναριακά κάποιο τέτοιο στοιχείο για την ψυχολογία του. Ένα λάθος για το οποίο κατηγορήθηκαν οι υπεύθυνοι πως έβλαψαν ψυχικά μέλη της συγκεκριμένης ομάδας συνανθρώπων μας.

Μια παρέα παιδιών, κατά την διάρκεια εκδρομής τους στο Τέξας, θα πέσουν θύματα της μανίας μιας οικογένειας σύγχρονων πρωτόγονων με κανιβαλιστικές συνήθειες. Σε μια ταινία που σου παγώνει το αίμα και ταυτόχρονα σε αφήνει με τις καλύτερες εντυπώσεις. Και που με πολύ λίγα μέσα και ελάχιστη οικονομική στήριξη αποτέλεσε έναν άθλο επί οθόνης, πράγμα για το οποίο νομίζω ότι αξίζει τον σεβασμό μας.

Εντελώς αδίκως θεωρείται εκπρόσωπος των χειρότερων σπλάτερ και χρησιμοποιείται συχνά σαν ειρωνική αναφορά από ανθρώπους που δεν την έχουν δει και κρίνουν με κλειστό μυαλό και με την κουλτούρα της ταμπελοποίησης. Στην πραγματικότητα, πολύ περισσότερα υπονοεί παρά δείχνει. Η διαχείριση των κινηματογραφικών κλισέ συντελείται με επαγγελματισμό, αριστοτεχνισμό και γνώση. Υπάρχει επιλέον στην ατμόσφαιρα το στοιχείο της σήψης που αισθάνεσαι ότι σου τρώει το μυαλό. Ιδιοφυής ο πρόλογος της εναλλαγής εικόνων πτωμάτων σε αποσύνθεση, υπό το λίγο φως των φακών, με εντελώς σκοτεινά, παγερά πλάνα. Κάτι που προφανώς χτυπάει απευθείας στους μεγαλύτερους υπαρξιακούς μας φόβους. Το εμβληματικό δημιούργημα ξεχώρισε ποιοτικά από τα υπόλοιπα άτεχνα σπλάτερ συν τοις άλλοις και λόγω του συμβολικού, αλληγορικού του υπόβαθρου, αλλά και λόγω της σκηνοθεσίας ενός απείρως τιτάνιου μάστορα της γλώσσας του κινηματογράφου.

Οι σύγχρονες ταινίες τρόμου, στην πλειοψηφία τους, θα κοσμούνταν με πλήθος ευκόλως εννοούμενων και φυσικά εύστοχων επιθέτων εκ του στόματος κάποιου ειδικού, ο οποίος θα ατένιζε με νοσταλγία το ένδοξο παρελθόν. Εγώ πάλι θα αρκεστώ να πω ότι προχωράμε σαν τον κάβουρα, μιλώντας πάντα για την εξέλιξη και τον πολιτισμό μας σχεδόν σε κάθε επίπεδο.


Οι κανίβαλοι της ταινίας υπάρχουν γύρω μας κι είναι πολλοί. Δεν έχουν κοινωνική τάξη, φύλο, εθνικότητα και ηλικία. Και είναι ικανοί ανά πάσα στιγμή να εισβάλλουν στον μικρό μας παράδεισο με ένα αλυσοπρίονο στο χέρι. Δείτε την και δεν θα χάσετε.

(Αντώνης Μπούζας)

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Ο Εξορκιστής (The Exorcist, 1973)

Έχω την αίσθηση ότι δεν υπάρχει καλύτερη απεικόνιση του απόλυτου Κακού σε μια ταινία από εκείνη στον ''Εξορκιστή'' μέσω του χαρακτήρα του δαιμονισμένου κοριτσιού που καλούνται οι ιερείς να ελευθερώσουν από την σκοτεινή οντότητα που έχει κυριαρχήσει μέσα του. Με την λέξη Κακό αναφέρομαι σε οποιαδήποτε εκ των εκφάνσεων του σκοταδιού αυτού του κόσμου στην ζωή ενός από εμάς. Στο παραμορφωμένο, εφιαλτικό, δαιμονικό πρόσωπο του παιδιού ο καθένας βλέπει να καθρεφτίζονται όλα εκείνα που στοιχειώνουν την παραμονή του σ' αυτή τη γη και που τον φοβίζουν σε καθημερινό ακόμα επίπεδο. Μπορεί να είναι η εγληματικότητα, τα ναρκωτικά, η βια σε κάθε μορφή της, η απανθρωπιά του αστικού περιβάλλοντος και ορισμένων ανθρώπων-φορέων αρνητικής ενέργειας, ακόμα και ο θάνατος έτσι όπως τον αισθανόμαστε καθημερινά να μας κυκλώνει και να μας απειλεί από τόσες και τόσες ιστορίες. Ο σκηνοθέτης κατόρθωσε αυτά κι άλλα πόσα να τα χωρέσει σε ένα βλέμμα και σε μια φωνή επιδιώκοντας ταυτόχρονα να τα εξευγενίσει καθώς η τέχνη δεν είναι ασχήμια αλλά ομορφιά ακόμα κι αν το θέμα της είναι άσχημο. Ο εξευγενισμός τούτος συνετελέσθη κατ' αρχάς στην φοβισμένη ψυχή του σκηνοθέτη και έπειτα στην εξίσου φοβισμένη ψυχή του θεατή. Όταν εκπολιτίζεις το Κακό, το αποδυναμώνεις και σταδιακά το εκμηδενίζεις. 

Σενάριο γεμάτο συμβολισμούς περί της μάχης σε μεταφυσικό ή φιλοσοφικό επίπεδο μεταξύ του Καλού και του Κακού γύρω μας στη φύση αλλά και μέσα μας. Σκηνοθεσία που καθιστά το έργο έναν από τους κορυφαίους φιλμικούς εφιάλτες και που μοιραία προκαλεί ψυχολογικά τραύματα ακόμα και στους ενήλικες. Ηθοποιία που υπηρετεί πιστά την εξιστόρηση ενός μεγαλεπήβολου μύθου. Τρόμος απτός και βαθύτατα ρεαλιστικός ο οποίος προσδίδει στην ταινία την μορφή τεκμηρίου και όχι ευρήματος της φαντασίας. Είναι η πιο επιτυχημένη εμπορικά ταινία τρόμου όλων των εποχών. Ορόσημο της δεκαετίας του εβδομήντα. Και αιτία που πάρα πολύς κόσμος τότε πλημμύρισε τις εκκλησίες και πίστεψε πραγματικά ότι υπάρχει κάτι άλλο, πέρα από το αισθητό.
(Αντώνης Μπούζας)

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού (Eternal Sunshine of the Spotless Mind, 2004)

Ένας έρωτας γεννιέται ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα. Παρ' όλες όμως τις προσπάθειες που καταβάλλουν, δεν καταφέρνουν να συνυπάρξουν με αμοιβαία κατανόηση και σεβασμό. Έτσι τερματίζουν τη σχέση τους, αλλά στην πορεία ανακαλύπτουν ότι αδυνατούν να ξεχάσουν ο ένας τον άλλον. Στο επιστημονικά εξελιγμένο σύμπαν του έργου, έχει ανακαλυφθεί μια μέθοδος για την απόλυτη διαγραφή από το μυαλό του ενδιαφερόμενου οποιασδήποτε ανάμνησης αυτός επιθυμεί να ξεφορτωθεί. Σ' αυτή τη λύση θα καταφύγουν και οι δυο πρωταγωνιστές της ιστορίας. Πολύ αργά όμως θα αποφασίσουν ότι τελικά δεν ήταν αυτό που πραγματικά ήθελαν. 

Σε μια από τις κορυφαίες ταινίες του Τζιμ Κάρεϊ, παρακολουθούμε ένα ασυνήθιστο δράμα αγάπης και ρομάντζο που αποφεύγει εντέχνως τα κλισέ και τους ''πλαστικούς'' μελοδραματισμούς. Κατορθώνει με την αυθεντικότητα της αφήγησής του να ανασύρει από τα βάθη του ''ατσάλινου'' ψυχισμού μας ό,τι πιο ανθρώπινο, γλυκό και εύθραυστο υπάρχει στον καθένα από μας εξόριστο, κατατρεγμένο και έχοντας γνωρίσει την πλήρη απαξίωση από τον άνθρωπο που επιλέγει να νιώθει δυνατός με τον λάθος τρόπο. Η συγκίνηση που περιμένει τον υποψήφιο θεατή του έργου είναι ασύγκριτη. 

Η εσωτερική περιπέτεια του πλάσματος που παλεύει με νύχια και με δόντια να προστατέψει τις άσχημες και όμορφες αναμνήσεις του με τον υπαρξιακό τρόμο ενός μελλοθανάτου μετατρέπει την ταινία σε έναν πρωτόγνωρο αγώνα επιβίωσης που λαμβάνει χώρα εξ ολοκλήρου στο βραχώδες, δύσβατο τοπίο της ανθρώπινης ψυχής. Είμαστε άραγε αρκετά ώριμοι όταν επιλέγουμε τι θα θέλαμε να μην είχαμε ζήσει; Όταν πετάμε πρόσωπα έξω από τη ζωή μας; Πόση δύναμη μπορεί να νικήσει η μνήμη της καρδιάς; 

Με ψυχολογία μιας μορφής θρίλερ, δυστοπικά κι ουτοπικά σκηνικά του ονείρου, δυο ερμηνείες αξιοθαύμαστες κι αξιοσέβαστες και μια σκηνοθεσία που δεν σ' αφήνει ν' ανασάνεις ούτε λεπτό πριν από την κάθαρση η φιλμική εμπειρία που πρόκειται να βιώσετε επιδιώκει και θα πετύχει να χαραχτεί για πάντα στη μνήμη σας.

(Αντώνης Μπούζας)

Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Η ζωή είναι ωραία (La vita è bella, 1997)

Στην Ιταλία του Β παγκοσμίου πολέμου, ένας Εβραίος πατέρας προκειμένου το μικρό παιδί του να μην καταλάβει τίποτα από τη φρίκη που συντελείται γύρω του, πράγμα που θα έβλαπτε και την ψυχή του, μετατρέπει στα μάτια του τον πόλεμο σε παιχνίδι. Ακόμα κι όταν τα πράγματα δείχνουν πως πλησιάζει ο αφανισμός τους. Παίζει το ρόλο του σε συνθήκες ανομολόγητων προβλέψεων και επιθανάτιας αγωνίας και καταφέρνει να κρατήσει ζωντανό το όνειρο και άρα το ίδιο το σώμα του μικρού. 

Ένα αριστούργημα που δεν έχει προηγούμενο. Μια ταινία-ύμνος στον πατέρα. Ένα πρωτοφανές αντίκρισμα του θανάτου και της απώλειας κάθε δεδομένης απόλαυσης, χαράς, πολυτέλειας και μικρής ή μεγάλης ευτυχίας από τον θεατή που με το πέρας της προβολής του έργου αισθάνεται μια ασίγαστη δίψα για ζωή. Ο Μπενίνι, στην σημαντικότερη στιγμή της πορείας του, δίνει ρεσιτάλ ηθοποιίας και μας εκπλήσσει με την ευστροφία και πρωτοτυπία του σεναρίου του. Πολύ καλοί όμως και οι υπόλοιποι στους ρόλους τους. 

Ο δαιμόνιος κινηματογραφιστής ενσαρκώνει σε αλληγορικό επίπεδο τον καλλιτέχνη που σε δύσκολους καιρούς πρέπει να μείνει δυνατός και ακέραιος τόσο σωματικά όσο κυρίως ψυχικά για να μπορέσει να φέρει σε πέρας την ιερή αποστολή του: να κρατήσει ζωντανό το παιδί του, δηλαδή τον άνθρωπο. Για να το κάνει αυτό θα πρέπει να τον ''εξαπατήσει'' χτίζοντας ένα απατηλό, ιδανικό αλλά και ζωογόνο αντίγραφο του κόσμου μας μέσα στο οποίο θα τον τοποθετήσει σαν ένας άλλος Θεός. Από τη μια δηλαδή έχουμε τον μυθοπλάστη-αιμοδότη, την ανυπεράσπιστη ανθρώπινη ψυχή και τη σχέση πατέρα και παιδιού που τους ενώνει κι από την άλλη έναν κόσμο βυθισμένο σε συμβολικό πόλεμο που μπορεί να μην απειλεί απαραίτητα μόνο τη σωματική υπόσταση. 

Ο κινηματογράφος της ανθρωπιάς που σήμερα πλέον εκλείπει μας παραδίδει ένα από τα αρτιότερα και αυθεντικότερα πονήματά του και μας διδάσκει ότι το πιο επικίνδυνο όπλο που έχουμε στη μάχη εναντίον του σκότους είναι το ίδιο μας το μυαλό. Ό,τι κι αν συμβεί, το μυαλό θα επιζήσει. Κι αν επιζήσει αυτό, έχουμε ήδη νικήσει. 

(Αντώνης Μπούζας)



Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

10η Εντολή (2004-2015)

Ίσως η πιο φημισμένη σειρά του Κοκκινόπουλου στην Ελλάδα. Ένα έργο που προκάλεσε έναν διαδικτυακό και τηλεοπτικό χαμό με την καλή έννοια και συνεχίζει να προκαλεί. Όχι άδικα κατά τη γνώμη μου, γιατί σπάνια βλέπεις ένα Ελληνικό θρίλερ και ακόμα πιο σπάνια ένα καλό Ελληνικό θρίλερ. Ιστορίες παρμένες από τις πιο αιματοβαμμένες σελίδες της ειδησεογραφίας και παρουσιαζόμενες υπό τη μορφή ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας ταυτόχρονα. Μεγάλοι επαγγελματίες ηθοποιοί συνυπάρχουν με ερασιτέχνες πρωτοεμφανιζόμενους που συχνά αποδεικνύονται εξίσου καλοί. 

Φαινομενικά μοιάζει με τις προηγούμενες σειρές εγκλημάτων του Κοκκινόπουλου, αλλά έχει μερικές πολύ ουσιαστικές διαφορές. Το σενάριο εγκαταλείπει σε μεγάλο βαθμό τα στοχαστικά και φιλοσοφικά του στοιχεία εξίσου με το ρομαντισμό και την ευαισθησία, χωρίς βέβαια αυτά να παύουν να υφίστανται εντελώς. Αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στη διασκέδαση του θεατή ή μάλλον ακόμα καλύτερα στην ένοχη διασκέδαση. Το μεγάλο ενδιαφέρον της σειράς προκύπτει από την τεράστια γοητεία που μας ασκεί το στοιχείο του απαγορευμένου. Ένα στοιχείο υπάρχον τόσο σε σκηνές ακραίου, αναπάντεχου και σκληροπυρηνικού σοκ όσο και στην ίδια την πλοκή πολλών ιστοριών. Δεν είναι λίγες οι φορές που αντιλαμβάνεσαι ότι ο χαρακτήρας του έργου παραπέμπει στο τρομερά ενδιαφέρον και συγχρόνως άδικα υποτιμημένο κινηματογραφικό είδος των b-movies. 

Οι κεντρικοί χαρακτήρες του κάθε επεισοδίου είναι αρχικά τόσο συνηθισμένοι άνθρωποι και ζουν μια τόσο συνηθισμένη και τυπική ζωή που θα μπορούσαν να είναι οι γείτονές μας ή και εμείς οι ίδιοι. Και ξαφνικά όλα αλλάζουν. Η καθημερινότητά τους εξελίσσεται απρόσμενα και δραματικά. Το διαφορετικό εισβάλει στη ζωή τους και τους μετατρέπει άλλους σε παρίες αυτού του κόσμου άλλους σε μαυροφορεμένες ψυχές εκδικητών άλλους σε αιώνιους είλωτες που οι επαναστατημένες δυνάμεις του μυαλού θηριοποίησαν μα όλους ανεξαιρέτως σε φονιάδες. 

Στον τέταρτο και πιο ώριμο κύκλο της σειράς, η ωμότητα αποκτά πραγματικό λόγο ύπαρξης. Η απεικόνιση της βίας γίνεται κοινωνικό-πολιτικό σχόλιο. Μένεις πραγματικά άφωνος με τη γενναιότητα των συντελεστών και των επικίνδυνων για τους ίδιους μηνυμάτων που μοιράζονται με τον αλλοτριωμένο, κακομαθημένο, συχνά βάρβαρο και σίγουρα όχι και τόσο δημοκρατικό θεατή. Ο τέταρτος κύκλος μοιάζει με την ημικρανία που σου καταστρέφει τον ύπνο. Η διασκέδαση δίνει τη θέση της στον προβληματισμό, την ανατρεπτική σκέψη, την κατάργηση των στερεοτύπων και την αποκαθήλωση της εκ του ασφαλούς τηλεόρασης. 

Σπάνια στιγμή όπως καταλαβαίνετε για τον βούρκο του φτηνού τηλε-κουτιού που μας δολοφονεί τον χρόνο και το πνεύμα και μας στερεί τη ζωή απ΄ το πρωί ως το βράδυ. Αλησμόνητες στιγμές πάθους, έντασης και ανατροπών, ερμηνείες που φτάνουν μέχρι και στο σημείο να σε τρομάξουν και μια σκηνοθεσία ατμοσφαιρική και γεμάτη νεύρο.

(Αντώνης Μπούζας)

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Κόκκινος κύκλος (2000-2002)

Κάθε φορά που ακούω ότι ο Κοκκινόπουλος θα κάνει πάλι δουλειά συμμετέχοντας στην τηλεοπτική σεζόν, λέω από μέσα μου ότι, ασχέτως με το πόσο καλή θα είναι η δουλειά αυτή, είναι μεγάλο πράγμα για την Ελληνική τηλεόραση με την κατρακύλα που αυτή έχει πάρει προ πολλού. Μέχρι σήμερα δεν έχω δει κακή σειρά από τον συγκεκριμένο δημιουργό και βέβαια δεν είναι λίγες οι φορές που ενθουσιάστηκα. Ωστόσο κατά τη γνώμη μου η καλύτερή του στιγμή είναι η σειρά ''Κόκκινος κύκλος'' που ήρθε για να μας συναρπάσει με το πηγαίο πάθος και την διαμαντένια λιτότητα και απλότητά της καμιά δεκαπενταριά χρόνια πριν. 

Μας προσέφερε προπαντός ένα όμορφο, ζεστό και φιλόξενο σύμπαν μέσα στο οποίο μπορούσε να ζήσει ο θεατής, ακόμα και όταν τα πράγματα γινόντουσαν σκληρά, νοσηρά, βίαια ή στενάχωρα. Μου αρέσει γενικώς η άποψη να δείχνει ο καλλιτέχνης κάτι άσχημο αλλά να το δείχνει με τρόπο όμορφο. Επίσης, το δημιούργημα αυτό είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα του πόσο πιο πολύ και πιο ουσιαστικά μπορεί να σοκάρει ένας σκηνοθέτης άμα βάλει το μυαλό του να δουλέψει και χρησιμοποιήσει την ατμόσφαιρα, το υπονοούμενο και τη γλώσσα της ψυχολογίας, αντί να καταναλώνεται σε σκηνές ακραίας και υπερβολικής βίας. 

Η κυριότερη λέξη με την οποία θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τη συγκεκριμένη σειρά είναι ''πάθος''! Δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις ότι δεν έγινε στο πόδι. Δεν την κάναν για να την κάνουνε. Ούτε για να βγάλουν χρήματα και μόνο. Και γι αυτό το λόγο πιστεύω ότι ξεχωρίζει από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνικών σειρών. 

Οι γυναικείοι χαρακτήρες αρκετές φορές γινόντουσαν έως και ερωτεύσιμοι με το φως και την υπερ-ευαισθησία που αντανακλούσε το πρόσωπο και η φωνή τους. Καθόλου δύσκολο να διακρίνει κάποιος γνώστης του τομέα επιρροές από το Δόγμα 95 και τη φιλμογραφία σκηνοθετών όπως ο Τρίερ, ο Πολάνσκι κι ο Ταραντίνο. Ιστορίες γεμάτες με στιγμιότυπα φαινομενικά απλά που όμως δεν είναι. Όμορφη και γλυκιά αύρα και ρυθμοί ανθρώπινοι που δυστυχώς στην άρρωστη σύγχρονη εποχή της γρήγορης ταχύτητας, σκέψης και ζωής δύσκολα θα εκτιμηθούν. 

Όσον αφορά τη θεματολογία, ασχολείται, θεωρητικά τουλάχιστον, με αληθινές ιστορίες εγκλημάτων από το αστυνομικό ρεπορτάζ. Αλλαγμένες κατά πολύ βέβαια, άσχετα που αρκετές από αυτές είναι καθαρά προϊόντα μυθοπλασίας. Κυρίαρχοι θεματικοί πυρήνες ο έρωτας, η γυναίκα, η δυνητική κόλαση της ανθρώπινης ψυχής, η κοινωνία-ζούγκλα και η περίφημη φράση ''ο θάνατός σου, η ζωή μου''.

(Αντώνης Μπούζας)

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Ρώσικη κιβωτός (Russian ark, 2002)

Στην ονειρική ταινία του Αλεξάντερ Σοκούροφ παρακολουθούμε την περιπλάνηση δυο ανθρώπων, ενός Ρώσου κι ενός Ευρωπαίου, στο τεράστιο μουσείο τέχνης Ερμιτάζ. Ο Ρώσος δεν καθίσταται ποτέ ορατός. Παρ' όλα αυτά ακούμε τη φωνή του και βλέπουμε το κάθε τι μέσα από τα μάτια του, τα οποία είναι η ίδια η κάμερα. 

Η ταινία είναι γυρισμένη σε ένα και μοναδικό μονόπλανο διάρκειας ενενήντα έξι λεπτών. Αυτό σημαίνει ότι ουσιαστικά πρόκειται για έναν φιλμικό άθλο που προκειμένου να εκτελεστεί τέλεια απαιτείται άκρως εξαντλητική και βασανιστική δουλειά. Είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι χρειάστηκαν μόνο δυο απόπειρες ώστε να γυριστεί το έργο. Την πρώτη φορά, έγινε λάθος στο εικοστό λεπτό και το γύρισμα ξεκίνησε πάλι από την αρχή. 

Η όρασή μας χορταίνει από εικόνες απείρου κάλους και οπτική ποίηση. Η σκέψη μας μπαίνει στην διαδικασία της ανάλυσης και της επεξεργασίας συμβόλων που αγγίζουν ένα ευρύ φάσμα πνευματικών αναζητήσεων, από τον τομέα της πολιτικής και του πολιτικού κινηματογράφου μέχρι εκείνον της φιλοσοφίας. Ερμηνείες που ξεπερνούν την τελειότητα και την αληθοφάνεια. Ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα των τελευταίων εικοσιπέντε χρόνων. Και συγχρόνως μια από τις πιο γοητευτικές στιγμές του ποιητικού κινηματογράφου. Ένας συνδυασμός δυο ειδών τόσο διαφορετικών μεταξύ τους. Μιας και όλη η ταινία μοιάζει με ντοκιμαντέρ που μας ξεναγεί μέσα στο υπέροχο μουσείο, αλλά ταυτόχρονα γινόμαστε θεατές μιας ιστορίας κι άρα ενός έργου που ανήκει στον κινηματογράφο της μυθοπλασίας. 

Ο Ρώσος φοβάται να ξυπνήσει από τον λήθαργο που τον έχει βυθίσει το σύστημα. Ο Ευρωπαίος όμως επιμένει να του κάνει διαρκείς επιθέσεις αναστατώνοντας, ενοχλώντας τον και αποκαλύπτοντάς του αυτά που δε θα ήθελε ποτέ ν' αντιληφθεί. Όταν όμως έρθει η ώρα του τέλους, που αργά ή γρήγορα για όλους και για όλα έρχεται, τότε η ανατροπή θα έρθει να ξεσκεπάσει και το ίδιο το πρόσωπο της Ευρώπης. 

(Αντώνης Μπούζας)

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Ο τελευταίος άνθρωπος στη γη (Last man on Earth, 1964)

Ένας ιός έχει ξεκληρίσει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της γης και τους υπόλοιπους τους έχει μετατρέψει σε βρυκόλακες. O μοναδικός άνθρωπος στον οποίο δεν συνέβει τίποτα από τα δύο, ένας επιστήμονας, την ημέρα γυρνάει όλη την πόλη ψάχνοντας για τροφή και για τους βρυκόλακες, τους οποίους παλουκώνει και καίει. Και τη νύχτα κλειδαμπαρώνεται στο σπίτι του που τα βαμπίρ περικυκλώνουν και προσπαθούν να μπούνε μέσα, φωνάζοντας το όνομά του. 

Μια αποκαλυπτική ταινία τρόμου και επιστημονικής φαντασίας με άρτια φωτογραφία, άριστη ηθοποιία, άκρως ενδιαφέρον και καλοδουλεμένο σενάριο και μια σκηνοθεσία που με ελάχιστα μέσα και λίγα χρήματα καταφέρνει τα μέγιστα. Η καλή σκηνοθεσία εξάλλου συνήθως δεν φαίνεται στις υπερπαραγωγές, άλλα κυρίως στις low budget ταινίες. Εκεί όπου οι δημιουργοί δεν έχουνε καμία ευκολία. Πράγματι, η λιτότητα αλλά όχι φτήνια των εικόνων και γενικότερα του αποτελέσματος καταφέρνει να σε κερδίσει. 

Η ταινία αποτελεί έναν προβληματισμό πάνω στο θέμα ''επιστήμη''. Είναι κάτι καλό τελικά ή μήπως όχι και τόσο; Νομίζω ότι η αλήθεια κρύβεται στη φιλοσοφική θεώρηση ότι δεν υπάρχει καλό και κακό. Η επιστήμη ανάλογα με τον εκάστοτε χρήστη της μπορεί να αποδειχθεί η μεγαλύτερη ευλογία, αλλά και η μεγαλύτερη καταστροφή. Έτσι και στο έργο, από τη μια έχουμε την ανώριμη, ανεύθυνη χρήση της και την απάνθρωπη μορφή της που δημιούργησε τον ιό κι από την άλλη τον επιζώντα επιστήμονα που προσπαθεί να βρει τη θεραπεία. Το αν θα τα καταφέρει θα το ανακαλύψουν μόνοι τους όσοι από εσάς τολμήσουν μια ματιά σε μια ταινία παλιομοδίτικη για πολλούς, αλλά πολύ μπροστά για την εποχή μας για μένα. 

Μια απόδραση για όλους τους απελπισμένους από τον σύγχρονο, άψυχο κινηματογράφο και ένα αναζωογονητικό ταξίδι στον παλαιάς κοπής τρόμο.

Αντώνης Μπούζας